κοκκίδα

κοκκίδα
[-ίς (ίδος)] η см. κουκκίδα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κοκκίδα" в других словарях:

  • κοκκίδα — κοκκίς scarlet slippers fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκιδοπλαίσιο — το (ηλεκτρον.) η διαδρομή που ακολουθεί η δέσμη καθοδικών ακτίνων για να δημιουργήσει την εικόνα πάνω στην οθόνη τής τηλεοπτικής συσκευής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκίδα (πιθ. λόγιος τ. τού κουκίδα) + πλαίσιο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»