κοκκίδα
Смотреть что такое "κοκκίδα" в других словарях:
κοκκίδα — κοκκίς scarlet slippers fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκιδοπλαίσιο — το (ηλεκτρον.) η διαδρομή που ακολουθεί η δέσμη καθοδικών ακτίνων για να δημιουργήσει την εικόνα πάνω στην οθόνη τής τηλεοπτικής συσκευής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκίδα (πιθ. λόγιος τ. τού κουκίδα) + πλαίσιο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek